Της Ελευθερίας Μηλάκη
Βάλ’τε με στο βολώσυρο! (διήγημα)
Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά, μα ούτε και στους μεγάλους…
Σε ένα ορεινό χωριό στους πρόποδες του Ψηλορείτη ζούσε ένα κοριτσάκι με κατάμαυρα φουντωτά μαλλιά. Ήταν ένα πλάσμα ξεχωριστό και αυτό ήταν εμφανές από πολύ νωρίς. Κυρίως ήταν ξεχωριστή επειδή το πίστευε. Νόμιζε πως ήταν κάτι σαν βασίλισσα. Αν δεν πιστέψουμε ότι έχουμε κάποια αξία, και ας μην έχουμε, αν δεν το πιστέψουμε όμως, δεν αντέχεται αυτή η ζωή… Ήταν το αγαπημένο από τα έξι παιδιά του πατέρα της, αν και όταν γεννήθηκε τον παρενοχλούσαν ηθικά ότι απέκτησε άλλη μία κόρη – σύνολο πέντε – σε έναν τρόπο ζωής στον οποίο τα κορίτσια θεωρούνταν βάρος για την οικογένεια. Οι μουσουλμάνοι σε διάφορες χώρες της Ανατολής έχουν βρει έναν έξυπνο τρόπο να παρηγορούν τους γονείς κοριτσιών: «Ο Μωάμεθ είπε πως όποιος έχει έστω και μία κόρη μπορεί να διεκδικήσει ευκολότερα μια θέση στον Παράδεισο»!
Είχε τόσα πολλά υπέροχα μέρη για να παίζει και να περνάει χαρούμενα το χρόνο της! Υπήρχε ένα «πάρκο» με κερασιές, το οποίο καταλάμβανε πολύ μεγάλη έκταση, την οποία διέτρεχαν ορμητικά ρυάκια οριοθετημένα με τσιμέντο, τόσο ορμητικά που στο τέλος σχημάτιζαν καταρράκτες. Λεγόταν μάλιστα ότι τα νερά πήγαζαν κατευθείαν από ένα ξωκλήσι πάνω στο βουνό. Κάποια στιγμή το «πάρκο» με τις κερασιές μετατράπηκε σε ανασκαφή, η οποία δυστυχώς αργότερα εγκαταλείφθηκε… Τα παιδιά έπαιζαν εκεί για ώρες, έτρωγαν κεράσια, διαφόρων ειδών κεράσια, μαύρα, κόκκινα, μικρά, μεγαλόκαρπα… Έτσι και αλλιώς όσοι είχαν τελειώσει το δημοτικό δεν θα πήγαιναν στο γυμνάσιο. Δεν είχε ακόμα καθιερωθεί η δωρεάν παιδεία και το να πάει ένα κορίτσι στο γυμνάσιο ήταν δυσβάσταχτο οικονομικό βάρος και ενδεχομένως ήταν επίσης κάτι επικίνδυνο και ανήθικο. Καμία δεν πήγαινε. Τουλάχιστον μέχρι να ανοίξουν τα δημόσια σχολεία στο Ηράκλειο. Όπως τώρα… Όμως κάποιος πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει ζωή και για όσους δεν βρίσκουν τα λεφτά εύκολα και άφθονα ή για όσους δεν έχουν την ευκαιρία να τα αποκτήσουν δουλεύοντας ή επιχειρώντας.
Τα καλοκαίρια σύχναζε επίσης στο Αλώνι. Ήταν σε μία έκταση του πατέρα της, που την είχε παραχωρήσει σε τρία αδέρφια, για να αλωνίζουν το σιτάρι. Η μικρή πήγαινε εκεί άφοβα, οι γονείς της είχαν εμπιστοσύνη σε αυτά τα αδέρφια, ήταν άνθρωποι σωστοί και έντιμοι, τους ήξεραν καλά. Με δύο δυνατά βόδια χτυπούσαν με δύναμη τα θερισμένα στάχυα και κέρδιζαν τον καρπό. Πάνω στην ώρα έφτανε τρέχοντας και τους φώναζε «βάλ’ τε με στο βολώσυρο»! Τότε ένας από όλους την έπιανε από τις μασχάλες και την τοποθετούσε πάνω στο βολώσυρο, ήταν η απόλυτη διασκέδαση, το δικό της «λούνα παρκ»… Στο αλώνι αυτό πήγαινα και εγώ… Όταν ήμουν μαθήτρια δημοτικού. Ήταν αρκετά έξω από το χωριό, σε σχετικά ερημική περιοχή, όμως δεν φοβόμουν. Στη δεκαετία του ΄80 δεν φοβόμουν τίποτα. Μάζευα φρούτα, σύκα, σταφύλια, δαμάσκηνα, σε ένα καλαθάκι πολύχρωμο και ξεθωριασμένο πια, μπλε, μωβ, πράσινο, κίτρινο… Μου άρεσε η εποχή του τέλους του καλοκαιριού – αρχές του Φθινοπώρου, επειδή είχε τόσα πολλά φρούτα. «Φθινόπωρο σημαίνει φθίνουν, δηλαδή είναι σε αφθονία, τα οπωρικά», έλεγε ο δάσκαλος στο σχολείο.
Ένα άλλο αγαπημένο μέρος των παιδιών ήταν οι Μουριές. Ανέβαιναν πάνω στα δέντρα και στην κυριολεξία κατασκήνωναν εκεί, έτρωγαν μούρα, έλεγαν αστεία, γελούσαν… Υπήρχαν και παρέες αγοριών, όμως αυτοί έπαιζαν χωριστά και είχαν τα δικά τους ενδιαφέροντα. Υπήρχε σεβασμός, κανονικός, οχι ο «σεβασμός» που προπαγανδίζεται τώρα και θεωρείται δήθεν «μικρή φεμινιστική νίκη»… Αναφέρομαι σε μια ταινία που είδα στο νέτφλιξ, ένα βράδυ που είχα κουραστεί πολύ από τις «διακοπές» και το συνεχές σκρολάρισμα στο διαδίκτυο… Μια πανέμορφη μελαχρινή Κουβανή ηθοποιός με εκφραστικό πρόσωπο και σώμα έφηβου αγοριού υποδύεται την κατάσκοπο που συνεργάζεται με έναν άλλο κατάσκοπο, αλλά είναι μόνο φίλοι! Είναι αφοσιωμένη στην αποστολή της και παρόλο που είναι ελκυστική (δεν είναι και καμιά «χοντρή»), δεν είναι «αντικείμενο»… Αντιθέτως στην παλιά ταινία με κατασκόπους Candlelight in Algeria (1944), την οποία βρήκα τυχαία μια άλλη μέρα, το ρομάντσο μεταξύ του πρωταγωνιστή και της κομψής Αμερικανίδας είναι αναπόφευκτο εξαρχής. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Εννοείται ότι για την Αμερικανίδα ενδιαφέρονταν όλοι – ο γάλλος διπλωμάτης, ο άγγλος κατάσκοπος, μέχρι και ο γερμανός διοικητής!
Όμως τα κορίτσια πάνω στις μουριές ήταν αθώα, αγαθά, ανυποψίαστα για το πόσο μίσος είχε εναντίον τους αυτός ο κόσμος. Ο κόσμος του εικοστού αιώνα που σέρνεται άχαρα και στον εικοστό πρώτο. Μόνο ένας από τους αγαπημένους της ξαδέρφους σχολίασε μια φορά αρνηντικά το σωματότυπό της, σχετικά κοντή και, chubby… «Εσύ μωρή είσαι σαν τη… μπουμπούρα» (είδος χοχλιού, ο οποίος είχε χαρακτηριστικό μικρό μέγεθος και στρουμπουλό σχήμα). «Δεν το ήξερα πως η αδερφή σας τρώεει τόσο πολύ», παρατήρησε με φρίκη που δύσκολα κρυβόταν ένας φίλος του αδερφού της κάποιο βράδυ σε ένα γλέντι.
Στο Μοναστήρι, στην κορυφή του χωριού και στη ρίζα του βουνού, πήγαιναν συχνά, γιατί περνούσαν ωραία. Τα καλοκαίρια φιλοξενούνταν στους χώρους του μοναστηριού μαθήτριες από το Ηράκλειο. Ένα είδος κατασκήνωσης. Τα κοριτσάκια του χωριού είχαν «μέσον», τη «Μαρούλη», μία αεικίνητη μικρόσωμη γυναίκα, η οποία ανεβοκατέβαινε τον ανηφορικό δρόμο ως το μοναστήρι και έκανε διάφορες παραγγελίες. Χάρη στη Μαρούλη τα παιδιά δοκίμαζαν τρόφιμα που δεν υπήρχαν στο συνηθισμένο τους μενού, όπως άσπρο ψωμί, κασέρι, βούτυρο και ξενόφερτες μαρμελάδες. Στο χωριό δεν ήταν πολύ «δημιουργικές» οι γυναίκες όσον αφορά τις συνταγές. Επέμεναν σε όσα γνώριζαν από την παράδοση, για παράδειγμα γλυκό σταφύλι χωρίς ζάχαρη, γλυκό κυδώνι ψιλοκομμένο ή ζελέ και γλυκό νεράντζι, από την τεράστια νεραντζιά της αυλής, η οποία είχε φρούτα μοναδικά, διαφορετικά από τα συνηθισμένα νεράντζια. Μπορούσες να φας σαν πορτοκάλι αυτά τα νεράντζια, είχαν γεύση σαν ροζ γκρέηπφρουτ. Ίσως ήταν κάποιο άλλο φρούτο, ίσως το „yuzy“ που λένε τώρα οι σεφ.
Το Φθινόπωρο το αγαπημένο τους στέκι ήταν η «Ποταμίδα» στην είσοδο του χωριού. Η έκταση εκεί διαρρεόταν από ένα ποτάμι και ανήκε σε έναν αδερφό του πατέρα της. Ο θείος αυτός είχε φυτέψει εκεί κυδωνιές, κερασιές, φουντουκιές, καρυδιές… Από εκεί μάζευαν εκλεκτά φρούτα για γλυκό σταφύλι ή κυδώνι.
Η ευτυχία των παιδικών χρόνων στην εξοχή είναι η προίκα μας. Στην πολυτάραχη ζωή μας, δεν κατάφερε καμία συνθήκη να της ράψει κοστούμι δυστυχίας. Ούτε καν ανδρόγυνο εμπριμέ κοστούμι με γραβάτα, σαν αυτό της Κουβανής ηθοποιού στην ταινία με τους κατασκόπους. Μπορούσε να δίνει όλη την καρδιά της, μπορούσε όμως και να υπερασπίζεται τον εαυτό της και τους αγαπημένους της. Μια φαινομενικά εύθραυστη γλυκιά κοπέλα μπορεί να κρύβει δυνάμεις ανήμερου θηρίου.